- περισσάρις
- ο, Ν(στον Ερωτόκρ.) (ιδίως στον πληθ.) οι περισσάροιαυτοί που έχουν πολλά προτερήματα, περίσσιες χάρες, οι υπερέχοντες, οι προέχοντες, οι εξέχοντες («μα σαν οπού πολλές φορές αυτοίν οι περισσάροι κομπώνουνται και πιάνουνται στο δίχτυ σαν το ψάρι», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + μσν. κατάλ. -άρις/-άριος (< λατ. κατάλ. -aris /-arius) πρβλ. καυχησ-άρις].
Dictionary of Greek. 2013.